Paul Krugman
Ο κάτοχος του Νόμπελ Oικονομίας 2008 λέει ευθαρσώς:
«Οι τράπεζες πρέπει να εθνικοποιηθούν»
Μια, λίγο παλιά, συνεύντευξη του οικονομολόγου Νομπελίστα του 2008, Paul Krugman στην free press εφημερίδα FAQ.
Πατήστε πάνω στις εικόνες για να διαβάσετε την συνέντευξη όπως εκδόθηκε.
Ακολουθεί και το κείμενο
O Πολ Κρούγκμαν περιλαμβάνεται στους συνεχιστές του μεγάλου οικονομολόγου Τζον Μέιναρντ Κέινς (1883-1946) και συγκαταλέγεται στους 50 σύγχρονους οικονομολόγους με τη μεγαλύτερη επιρροή παγκοσμίως. Γεννήθηκε το 1953 στο Λονγκ Άιλαντ της Νέας Υόρκης. Το 1974 πήρε μάστερ στα Οικονομικά από το Πανεπιστήμιο Γέιλ και το 1977 ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ). Το 1979 δημιούργησε ένα νέο μοντέλο πρόβλεψης νομισματικών κρίσεων και με αυτό έδειξε ποια συστήματα συναλλαγματικών ισοτιμιών είναι ευάλωτα στις επιθέσεις των διεθνών κερδοσκόπων. Το 1980 άρχισε να δημοσιεύει αναλύσεις για το διεθνές εμπόριο και τις οικονομίες κλίμακας, μελέτες που θεωρούνται πλέον κλασικές. Την περίοδο 1982-83 εργάστηκε για έναν χρόνο ως σύμβουλος της κυβέρνησης Ρόναλντ Ρίγκαν. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 πρόβλεψε την οικονομική κρίση που γονάτισε τη Νοτιοανατολική Ασία το 1997. Το 1999 πέρασε για ένα φεγγάρι από τη διαβόητη εταιρεία Enron ως πολιτικός αναλυτής. Τον Ιανουάριο του 2000 εγκαινίασε τη στήλη του στο έγκυρο φύλλο «New York Times», την οποία διατηρεί έως σήμερα. Τον Σεπτέμβριο του 2003, προκειμένου να στηλιτεύσει την οικονομική πολιτική του Μπους τζούνιορ και να προειδοποιήσει για τον κίνδυνο παγκόσμιας κρίσης, εξέδωσε τη συλλογή άρθρων «The great unraveling» («Το μεγάλο ξεσκέπασμα») και πέντε χρόνια αργότερα κέρδισε το Νόμπελ Οικονομίας. Μέχρι στιγμής ο Κρούγκμαν έχει δημοσιεύσει πάνω από 200 επιστημονικές εργασίες, έχει εκδώσει γύρω στα 20 βιβλία και έχει διδάξει στα Πανεπιστήμια Γέιλ, ΜΙΤ, Μπέρκλεϊ, Στάνφορντ, Πρίνστον και London School of Economics. Σήμερα εξακολουθεί να ανήκει στο καθηγητικό δυναμικό των δύο τελευταίων και παράλληλα δραστηριοποιείται σε αρκετούς διεθνείς οικονομικούς φορείς.
Βλέπει τον καπιταλισμό ως ελαττωματικό μηχανισμό που χρειάζεται άγρυπνη επίβλεψη, νομοθετικές ρυθμίσεις και κρατικά κεφάλαια για να λειτουργήσει. Παίζει στα δάχτυλα το γνωστικό πεδίο του διεθνούς εμπορίου. Μόλις βγήκε στα ελληνικά το πιο πρόσφατο βιβλίο του «Η κρίση του 2008 και η επιστροφή των οικονομικών της ύφεσης» (εκδ. Καστανιώτη). Αν λοιπόν βρίσκετε ομιχλώδη τα αίτια της τωρινής κατάστασης, πρέπει να το διαβάσετε. Θα δείτε τι συμβαίνει όταν η παγκόσμια αγορά αντιμετωπίζεται σαν πυραμίδα ή αεροπλανάκι. Θα αντιληφθείτε σε τι ύψη παραλογισμού οδηγεί η αδικαιολόγητη οικονομική ευφορία. Θα συνειδητοποιήσετε ότι η παγκοσμιοποίηση είναι μια άνευ προηγουμένου διαδικασία με ανεξερεύνητες περιοχές υψηλού κινδύνου. Θα καταλάβετε πόσο ανεξέλεγκτα δρουν οι υπερήρωες της κερδοσκοπίας. Θα μάθετε κατά πόσο ο Μπεν Μπερνάνκι, ο τωρινός διοικητής της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ, είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για να βγάλει τον κόσμο από το δόκανο της ύφεσης. Προπάντων, στην «Κρίση του 2008» θα διαβάσετε για τα δυσοίωνα φαινόμενα που αγνοήθηκαν από τους νεοφιλελεύθερους τεχνοκράτες την τελευταία εικοσαετία και θα κατανοήσετε πόσο επείγοντα είναι τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν.Προς το παρόν, πάρτε μια ιδέα από τη σκέψη του Πολ Κρούγκμαν με τα αποσπάσματα που ακολουθούν...
Η μετασοβιετική εποχή δεν διαβάστηκε σωστά
«Σε αντίθεση με ό,τι περίμεναν οι περισσότεροι, οι “μεταβατικές οικονομίες” της Ανατολικής Ευρώπης δεν έγιναν γρήγορα μεγάλη δύναμη στην παγκόσμια αγορά ή ευνοούμενος προορισμός των ξένων επενδύσεων. Αντίθετα, πέρασαν πολύ δύσκολες καταστάσεις επί πολύ καιρό κατά τη διάρκεια της μετάβασης: η Ανατολική Γερμανία, παραδείγματος χάριν, έγινε το ισοδύναμο του ιταλικού νότου για τη Γερμανία, μια περιοχή που βρίσκεται μονίμως σε ύφεση και η οποία αποτελεί συνεχή αιτία κοινωνικής και δημοσιονομικής ανησυχίας. Και μόνο σήμερα, σχεδόν δύο δεκαετίες μετά την πτώση του κομμουνισμού, λίγες χώρες αρχίζουν να σημειώνουν κάποια επιτυχία. Η δε Ρωσία έχει μετατραπεί σε μια τεράστια πηγή χρηματοπιστωτικής και πολιτικής αστάθειας για όλο τον κόσμο.
»Μια άλλη επίπτωση της κατάρρευσης του σοβιετικού καθεστώτος ήταν το ότι κυβερνήσεις που βασίζονταν στη γενναιοδωρία του αναγκάστηκαν πλέον να τα βγάλουν πέρα μόνες τους. Εφόσον μάλιστα μερικά από αυτά τα κράτη είχαν εξιδανικευτεί και ειδωλοποιηθεί από τους αντιπάλους του καπιταλισμού, η αιφνίδια εκπτώχευσή τους –και η αποκάλυψη της πρότερης εξάρτησής τους– βοήθησε να υποσκαφτεί η νομιμοποίηση όλων των αντικαπιταλιστικών κινημάτων».
Οι κρίσεις της Λατινικής Αμερικής δεν δίδαξαν
«Το δίδαγμα που αντλήθηκε ήταν πως η καταστροφή στο Μεξικό (1994-95) ελάχιστη συνάφεια είχε με τον υπόλοιπο κόσμο. Βεβαίως η κρίση είχε εξαπλωθεί στην υπόλοιπη Λατινική Αμερική, αλλά το άγγιγμα της χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης που ένιωσε η Αργεντινή δεν προκάλεσε την προσοχή του κόσμου, ίσως γιατί στη συνέχεια σημειώθηκε πολύ ισχυρή ανάκαμψη. Και ασφαλώς, η κρίση-τεκίλα δεν θα μπορούσε να συμβεί σε οικονομίες που διευθύνονται ορθά και δεν έχουν παρελθόν μακροοικονομικού λαϊκισμού – δηλαδή σε χώρες όπως αυτές του οικονομικού θαύματος της Ασίας.
»Το άλλο δίδαγμα δεν αφορούσε το Μεξικό, αφορούσε την Ουάσιγκτον – δηλαδή το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών. Η κρίση φαινομενικά έδειξε ότι η Ουάσιγκτον είχε τον απόλυτο έλεγχο των καταστάσεων: είχε δηλαδή τους πόρους και τα μέσα, καθώς και τη γνώση να αναχαιτίζει ακόμη και σοβαρές χρηματοπιστωτικές κρίσεις. Στην περίπτωση του Μεξικού συγκεντρώθηκε σε ταχύτατο χρόνο τεράστια βοήθεια και αυτό ήταν η λύση. Αντί να κρατήσει εφτά χρόνια, όπως έγινε με την κρίση του χρέους τη δεκαετία του 1980, η κρίση-τεκίλα έληξε μέσα σε ενάμιση χρόνο. Ήταν φανερό –αυτή η εντύπωση υπήρχε– πως οι αρμόδιοι τα είχαν καταφέρει καλύτερα αυτήν τη φορά.
»Δεκατέσσερα χρόνια ύστερα από την έναρξη της κρίσης-τεκίλα, σε μια περίοδο που όλος ο κόσμος, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, ζει μια χρηματοπιστωτική κρίση που έχει ορατή ομοιότητα με τα γεγονότα του 1994-95, είναι καθαρό ότι τα διδάγματα που αντλήσαμε από τη Λατινική Αμερική ήταν λανθασμένα».
___________
«Αυτή τη στιγμή ο κόσμος χρειάζεται μια επιχείρηση διάσωσης. Το παγκόσμιο πιστωτικό σύστημα βρίσκεται σε κατάσταση παράλυσης και μια παγκόσμια οικονομική κάμψη βρίσκεται σε εξέλιξη»
____________
Η ιαπωνική κάμψη δεν προκάλεσε ανησυχία
«Η Ιαπωνία πέρασε τα περισσότερα χρόνια της δεκαετίας του 1990 βιώνοντας έντονη οικονομική κάμψη, κατά την οποία εναλλάσσονταν σύντομες και ανεπαρκείς περίοδοι οικονομικής μεγέθυνσης με όλο και βαθύτερες υφέσεις. Η πάλαι ποτέ πρωταθλήτρια του αναπτυγμένου κόσμου ιαπωνική βιομηχανία παρήγαγε το 1998 λιγότερα προϊόντα από όσα το 1991. Και ακόμη χειρότερη από αυτή την επίδοση ήταν η αίσθηση μοιρολατρίας και απελπισίας, η απώλεια πίστης στην ικανότητα της δημόσιας πολιτικής να αναστρέψει την κατάσταση. Ήταν μια μεγάλη τραγωδία: μια σπουδαία οικονομία σαν την ιαπωνική δεν χρειάζεται ούτε της αξίζει να βρίσκεται επί μία δεκαετία σε υφεσιακή κατάσταση. Τα δεινά της Ιαπωνίας δεν ήταν ποτέ τόσο μεγάλα όσο άλλων ασιατικών χωρών, αλλά διήρκεσαν πολύ χρόνο και χωρίς σημαντικό λόγο. Ήταν επίσης ένας οιωνός: εάν αυτό μπορούσε να συμβεί στην Ιαπωνία, ποιος θα εδικαιούτο να ισχυριστεί ότι δεν θα μπορούσε να συμβεί και σε εμάς; Και βεβαίως συνέβη.
»Πώς όμως επήλθε η ύφεση στην Ιαπωνία; Στις αρχές του 1990 η αγοραία κεφαλαιοποίηση της Ιαπωνίας –η συνολική αξία των μετοχών όλων των εταιρειών της χώρας– ήταν ανώτερη από την κεφαλαιοποίηση των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες είχαν διπλάσιο πληθυσμό και υπερδιπλάσιο εγχώριο προϊόν. Η γη όμως, η οποία ουδέποτε ήταν φθηνή στην πολυπληθή Ιαπωνία, είχε γίνει απίστευτα ακριβή: σύμφωνα με μη αξιόπιστες αλλά ευρέως αποδεκτές απόψεις, η γη κάτω από το τετραγωνικό μίλι των αυτοκρατορικών ανακτόρων στο Τόκιο άξιζε περισσότερο από όλη την Πολιτεία της Καλιφόρνιας. Καλώς ήλθατε στην “οικονομία της φούσκας”, το ιαπωνικό ισοδύναμο της έξαλλης δεκαετίας του 1920».
Το ασιατικό κραχ δεν έφερε προβληματισμό
«Στη διάρκεια του 1996 και στο πρώτο εξάμηνο του 1997, η μηχανή της πίστωσης που είχε δημιουργήσει τη ραγδαία οικονομική άνοδο της Ταϊλάνδης άρχισε να ολισθαίνει προς την αντίθετη φορά. Εν μέρει λόγω εξωτερικών γεγονότων: οι αγορές ορισμένων ταϊλανδέζικων προϊόντων υποχώρησαν κάπως· μια υποτίμηση του ιαπωνικού γιεν κατέστησε λιγότερο ανταγωνιστική τη βιομηχανία της Νοτιοανατολικής Ασίας. Το κύριο όμως ήταν ότι, όπως γίνεται πάντα, μακροπρόθεσμα το καζίνο κερδίζει και οι τζογαδόροι χάνουν: πολλές κερδοσκοπικές επενδύσεις που χρηματοδοτήθηκαν, άμεσα ή έμμεσα, με φθηνά ξένα δάνεια έγιναν μπούμερανγκ. Ορισμένοι κερδοσκόποι χρεοκόπησαν και κάποιες χρηματοπιστωτικές εταιρείες έκλεισαν. Οι ξένοι δανειστές δεν ήταν πια πρόθυμοι να δανείσουν άλλα χρήματα.
»Η απώλεια εμπιστοσύνης ήταν, σε κάποιο βαθμό, μια αυτοτροφοδοτούμενη διαδικασία. Όσο αυξάνονταν οι τιμές των ακινήτων και των μετοχών, ακόμη και αμφίβολης ποιότητας επενδύσεις φαίνονταν καλές. Όταν άρχισε να φεύγει αέρας από τη φούσκα, οι απώλειες άρχισαν να είναι μεγάλες, μειώνοντας ακόμη περισσότερο την εμπιστοσύνη και συρρικνώνοντας ακόμη περισσότερο την προσφορά καινούργιων δανείων. Ακόμη και των μετοχών είχαν πέσει πολύ χαμηλότερα από το ανώτατο σημείο τους.
»Στη συνέχεια η κρίση πέρασε στη Μαλαισία και μέτερη θέση από τις υπόλοιπες χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας – στην πραγματικότητα πορευόταν προς μία από τις χειρότερες υφέσεις στην παγκόσμια ιστορία. Και η κρίση δεν εξαπλώθηκε μόνο στη Νοτιοανατολική Ασία, αλλά και στη Νότια Κορέα, μια μακρινή οικονομία με ΑΕΠ διπλάσιο από το ΑΕΠ της Ινδονησίας και τριπλάσιο από το ΑΕΠ της Ταϊλάνδης.
»Ήταν οι ασιατικές οικονομίες πιο ευάλωτες στον πανικό το 1997 από όσο ήταν πέντε ή δέκα χρόνια πριν; Ναι, ασφαλώς – όχι όμως εξαιτίας της ευνοιοκρατίας ή της ακατάλληλης κυβερνητικής πολιτικής. Είχαν γίνει πιο ευάλωτες εν μέρει επειδή είχαν ανοίξει τις χρηματοπιστωτικές τους αγορές, επειδή είχαν γίνει καλύτερες οικονομίες της ελεύθερης αγοράς και όχι χειρότερες. Και είχαν γίνει πιο ευάλωτες επειδή είχαν αξιοποιήσει το πλεονέκτημα της καινούργιας εύνοιας που τους έδειχναν οι διεθνείς δανειστές και δημιούργησαν μεγάλα χρέη στο εξωτερικό. Αυτά τα χρέη ενίσχυσαν την ανάδραση που δημιουργείται μεταξύ απώλειας εμπιστοσύνης και χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης, βαθαίνοντας τον φαύλο κύκλο της κρίσης. Η αιτία δεν ήταν πως ξοδευόταν το χρήμα με κακούς τρόπους· ένα μέρος του ξοδευόταν έτσι, ένα άλλο όμως όχι. Η αιτία ήταν πως τα καινούργια χρέη, σε αντίθεση με τα παλιά, ήταν σε δολάρια – και αυτό αποδείχτηκε καταστροφικό για τις οικονομίες».
Οι σούπερ κερδοσκόποι δεν χαλιναγωγήθηκαν
«Μία από τις πιο παράξενες πτυχές της οικονομικής κρίσης του 1990 ήταν ο κυρίαρχος ρόλος που έπαιξαν τα hedge funds, επενδυτικοί φορείς που είναι ικανοί να αποκτούν προσωρινά τον έλεγχο περιουσιακών στοιχείων που υπερβαίνουν κατά πολύ τον πλούτο των ιδιοκτητών τους. Αναμφίβολα, αυτοί οι επενδυτικοί φορείς, με τις επιτυχίες και τις αποτυχίες τους, ταρακούνησαν τις παγκόσμιες αγορές. Και σε ορισμένες περιπτώσεις ο διαβολικός κερδοσκόπος εμφανίστηκε πάλι επί σκηνής.
»Εκείνο που κάνουν τα hedge funds (κεφάλαια αντασφάλισης κατά λέξη) είναι να αποκομίζουν το μεγαλύτερο όφελος από τις διακυμάνσεις της αγοράς. Συνήθως χρησιμοποιούν τη μέθοδο της ακάλυπτης πώλησης, δηλαδή προπωλούν χρεόγραφα που δεν έχουν στην κατοχή τους –υπόσχονται να τα παραδώσουν με ορισμένη τιμή σε κάποια μελλοντική ημερομηνία– με την προσδοκία της πτώσης της τιμής τους και αγοράζουν ορισμένα άλλα, επίσης προθεσμιακά, με την προσδοκία της ανόδου της τιμής τους. Τα κέρδη προκύπτουν εάν η τιμή των πρώτων πέσει ή αν η τιμή των αγορασθέντων ανέβει ή αν συμβούν και τα δύο.
»Πόσο μεγάλα είναι τα hedge funds; Ουδείς γνωρίζει πραγματικά, διότι μέχρι πολύ πρόσφατα ουδείς πίστευε ότι έπρεπε να το μάθει. Πράγματι, παρά τις περιστασιακές προειδοποιήσεις από ανήσυχους οικονομολόγους, τα hedge funds αφέθηκαν σχεδόν ανεξέλεγκτα. Εν μέρει αυτό οφείλεται στο ότι τα hedge funds –τα οποία χρειάζονται μόνο περιορισμένη ποσότητα κεφαλαίου, από μικρό αριθμό ανθρώπων– μπορούν και επιχειρούν “υπεράκτια”, εγκαθιστούν την έδρα τους σε έναν από τους “παραδείσους” με ευνοϊκή νομοθεσία, για να απαλλάσσονται από ενοχλητικές παρεμβάσεις. Η αστυνόμευση των δραστηριοτήτων τους δεν θα ήταν λοιπόν αδύνατη, αλλά θα ήταν οπωσδήποτε δύσκολη. Από την άλλη, για μεγάλο χρονικό διάστημα όλοι συμφωνούσαν, τουλάχιστον στις ΗΠΑ, ότι δεν υπήρχε τέτοια ανάγκη».
Ο Άλαν Γκρίνσπαν δεν φάνηκε διορατικός
«Ο Γκρίνσπαν προειδοποίησε για τους κινδύνους της παράλογης ευφορίας, αλλά δεν πήρε πρακτικά μέτρα για να τους αντιμετωπίσει. Στην πραγματικότητα ο πρώην διοικητής της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας κατέχει, όπως πιστεύω, ένα μοναδικό ρεκόρ μεταξύ των κεντρικών τραπεζιτών: ήταν στο τιμόνι στη διάρκεια όχι μίας αλλά δύο τεράστιων φουσκών σε περιουσιακά στοιχεία – πρώτα στη φούσκα των μετοχών και στη συνέχεια στη φούσκα του στεγαστικού τομέα.
»Η φούσκα των μετοχών της δεκαετίας του 1990 αντικατόπτριζε κυρίως δύο στοιχεία. Στο ένα, στην ακραία αισιοδοξία περί των δυνητικών κερδών από την τεχνολογία της πληροφορικής, έχει δοθεί πολλή προσοχή. Στο άλλο, στην πεποίθηση ότι οι εποχές των μεγάλων υφέσεων έχουν τελειώσει, δεν έχει δοθεί μεγάλη δημοσιότητα. Όμως αυτά τα δύο στοιχεία επηρέασαν από κοινού την άνοδο των τιμών των μετοχών σε εκπληκτικά επίπεδα.
»Τι μπορούσε να δικαιολογήσει μια φούσκα στον τομέα της στέγης; Γνωρίζουμε γιατί άρχισαν να αυξάνονται οι τιμές των σπιτιών: τα επιτόκια ήταν χαμηλά στα πρώτα χρόνια της τρέχουσας δεκαετίας, κάτι που καθιστούσε ελκυστική την αγορά σπιτιών. Αναμφίβολα, αυτό δικαιολογούσε κάποια άνοδο των τιμών. Ωστόσο δεν δικαιολογούσε την πεποίθηση ότι όλοι οι παλιοί κανόνες δεν ίσχυαν πλέον.
»Πάντως, όσο οι τιμές των σπιτιών συνέχιζαν να ανέρχονται, όλα φαίνονταν ωραία. Υπήρχαν ελάχιστες αθετήσεις πληρωμών, τα συνδεδεμένα με υποθήκες χρεόγραφα είχαν υψηλές αποδόσεις και τα χρήματα έρρεαν συνεχώς στη στεγαστική αγορά. Βέβαια κάποιοι οικονομολόγοι –και εγώ ανάμεσά τους–προειδοποιούσαν ότι αναπτυσσόταν μια μεγάλη στεγαστική φούσκα και πως όταν θα έσκαγε, θα δημιουργούσε σοβαρούς κινδύνους για την οικονομία. Όμως σεβαστές προσωπικότητες έλεγαν άλλα. Ο Άλαν Γκρίνσπαν δήλωσε ότι ήταν “πολύ απίθανη” μια μεγάλη πτώση στις τιμές των σπιτιών. Μίλησε για ενδεχόμενη "επουσιώδη" μείωση στις τοπικές αγορές στέγης, αλλά όχι για φούσκα εθνικών διαστάσεων».
Οι σκιώδεις τράπεζες δεν ρυθμίστηκαν
«Σήμερα το σύνολο των ιδρυμάτων και των οργανισμών που ενεργούν στις ΗΠΑ σαν “τραπεζικά ιδρύματα που δεν είναι τράπεζες” γενικά αναφέρεται ως “παράλληλο τραπεζικό σύστημα” ή ως “σκιώδες τραπεζικό σύστημα”. Πιστεύω ότι ο δεύτερος όρος είναι πιο περιγραφικός και πιο παραστατικός. Οι συμβατικές τράπεζες, που δέχονται καταθέσεις και αποτελούν τμήμα του ομοσπονδιακού τραπεζικού συστήματος, λειτουργούν λίγο πολύ στο φως της ημέρας, με ανοιχτά βιβλία και τις ρυθμιστικές Αρχές να κοιτάνε πάνω από τους ώμους των τραπεζιτών. Αντιθέτως, οι λειτουργίες των μη καταθετικών ιδρυμάτων που είναι εκ των πραγμάτων τράπεζες είναι πολύ πιο σκοτεινές. Όμως, μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης ελάχιστοι άνθρωποι είχαν αντιληφθεί πόσο σημαντικό είχε γίνει το σκιώδες τραπεζικό σύστημα.
»Κατά την άποψή μου, σ’ αυτό ακριβώς βρίσκεται ο πυρήνας του προβλήματος. Καθώς το σκιώδες τραπεζικό σύστημα εξαπλωνόταν και ανταγωνιζόταν ή ακόμη υποσκέλιζε το συμβατικό τραπεζικό σύστημα ως προς τη βαρύτητα στην οικονομία, πολιτικοί και κυβερνητικοί αξιωματούχοι έπρεπε να αντιληφθούν ότι ξαναδημιουργούσαμε τη χρηματοπιστωτική τρωτότητα που οδήγησε στη Μεγάλη Ύφεση. Έπρεπε να είχαν αντιδράσει με την επέκταση της ρύθμισης και του χρηματοπιστωτικού δικτύου ασφαλείας, προκειμένου να καλύψουν και αυτά τα καινούργια ιδρύματα. Άνθρωποι με επιρροή έπρεπε να είχαν υποστηρίξει έναν απλό κανόνα: όποιος οργανισμός κάνει το ίδιο έργο με μια τράπεζα, όποιος πρέπει να διασωθεί σε περιόδους κρίσεων όπως οι τράπεζες, πρέπει να υπόκειται στις ίδιες ρυθμίσεις με τις τράπεζες».
Δεν υπάρχει δευτερόλεπτο για χάσιμο
«Πρέπει να γίνει μια σχεδόν πλήρης, προσωρινή εθνικοποίηση σημαντικού τμήματος του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Για να το ξεκαθαρίσουμε: αυτός δεν είναι ένας μακροπρόθεσμος στόχος, δεν πρόκειται να καταληφθούν οι δεσπόζουσες επιχειρήσεις της οικονομίας· ο χρηματοπιστωτικός τομέας θα ιδιωτικοποιηθεί και πάλι μόλις γίνει κάτι τέτοιο ασφαλές, όπως ακριβώς στη Σουηδία η οποία επανέφερε την τραπεζική αγορά στον ιδιωτικό τομέα ύστερα από τη μεγάλη διάσωση των αρχών της δεκαετίας του 1990. Προς το παρόν όμως το σημαντικότερο είναι να χαλαρώσουμε με κάθε διαθέσιμο μέσο την πίστωση, χωρίς να δεσμευόμαστε από ιδεολογίες. Τίποτε δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερο από την αποτυχία να πράξουμε το αναγκαίο, φοβούμενοι μήπως η σωτηρία του χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι “σοσιαλιστική”.
»Ακόμη κάτι: η εξάπλωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης στις αναδυόμενες αγορές καθιστά την οργάνωση μιας διεθνούς διάσωσης για τις αναπτυσσόμενες χώρες μέρος της υπέρβασης της κρίσης. Όπως με την ανακεφαλαιοποίηση, οι προσπάθειες που γίνονται μέχρι στιγμής φαίνεται να κινούνται στη σωστή κατεύθυνση, αλλά είναι πολύ λίγες. Χρειάζεται να γίνουν ακόμη περισσότερα.
»Επίσης πρέπει να σκεφτούμε σε βάθος πώς να αντιμετωπίσουμε τη χρηματοπιστωτική παγκοσμιοποίηση. Ως επακόλουθο της ασιατικής κρίσης της δεκαετίας του 1990, υπήρξαν κάποιες εκκλήσεις για μακροπρόθεσμους περιορισμούς στις ροές των διεθνών κεφαλαίων, όχι απλώς για προσωρινούς ελέγχους στις περιόδους των κρίσεων. Αυτές οι εκκλήσεις απορρίφθηκαν ως επί το πλείστον προς όφελος μιας στρατηγικής δημιουργίας μεγάλων συναλλαγματικών αποθεμάτων, τα οποία, υποτίθεται, θα αποσοβούσαν μελλοντικές κρίσεις. Σήμερα φαίνεται ότι αυτή η στρατηγική δεν είναι αποτελεσματική. Δεν είναι καθαρό ποια ακριβώς μορφή θα πάρει η επόμενη αντίδραση, αλλά έχει αποδειχτεί πως η χρηματοπιστωτική παγκοσμιοποίηση είναι πολύ πιο επικίνδυνη από όσο αντιλαμβανόμαστε».
__________________
Πηγή: free press εφημερίδα FAQ, τεύχος 46, 12 Μαρτίου 2009
Στη σελίδα της εφημερίδας, μπορείτε να βρείτε και να κατεβάσετε σε pdf όλα τα τεύχη της εφημερίδας που κυκλοφόρησαν μέχρι τώρα.
3 σχόλια:
καλά τα λέει και τα αποτυπώνεις...ακούει κανείς?????
Πολύ ωραίο άρθρο...!!!
Μπράβο akoustef. Είσαι ο καλύτερος!!!
Δημοσίευση σχολίου